- μαρσάρω
- (σχετικά με αυτοκίνητο) πατώ απότομα και επίμονα γκάζι, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. march-er «προχωρώ, βαδίζω» + κατάλ. -άρω (πρβλ. καμουφλάρω, σκορ-άρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρσάρω — μαρσάρω, μάρσαρα και μαρσάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαρσάρω — (λ. γαλλ.), μαρσάρισα, μαρσαρισμένος, επιταχύνω την κίνηση αυτοκινήτου ή μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρσάρισμα — το [μαρσάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαρσάρω … Dictionary of Greek